fbicon

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Bezoek ook: www.woordenlijstnieuwgrieks.nl
Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis
Bezoek ook: www.woordenlijstnieuwgrieks.nl

©

 
 
 
Grammatica//Morf/MorfBijv2os


Bijvoeglijke naamwoorden op -ος


De verschillen tussen de categorieën bijvoeglijke naamwoorden op -ος zijn:
1. de uitgang van de mannelijke vocatief : -ο of -ε (καλό - φτωχέ)
2. de uitgangen van de vrouwelijke vorm: -η, -α, -ια of -ος (καλή - πλούσια - γλυκιά - έμπλεος)
3. of er een alternatieve uitgang voor de vrouwelijke vorm mogelijk is (φτωχία, φτωχή)
4. of het bijvoeglijke naamwoord het accent op de laatste, voorlaatste of twee na laatste lettergreep heeft (καλός, άσπρος, όμορφος)
5. of er, afgezien van de accentverschuiving die het gevolg is van de accentuatieregel, nog een verdere verschuiving van het accent plaats heeft (διάδικος - διάδικου, διαδίκου).
De diverse combinaties van deze mogelijkheden maken dat er totaal 19 verschillende categorieën onderscheiden worden.
De volgende drie overzichten geven daarvan een volledig overzicht.

      E01 E01 E02 E02 E03 E04 E05 E06 E20  
m ev nom. καλός φτωχός γλυκός άσπρος ωραίος όμορφος πλούσιος ζημιογόνος  
    gen. καλού φτωχού γλυκού άσπρου ωραίου όμορφου πλούσιου ζημιογόνου  
    acc. καλό φτωχό γλυκό άσπρο ωραίο όμορφο πλούσιο ζημιογόνο  
    voc. καλό φτωχέ γλυκό άσπρο ωραίε όμορφο πλούσιε ζημιογόνε  
  mv nom. καλοί φτωχοί γλυκοί άσπροι ωραίοι όμορφοι πλούσια ζημιογόνοι  
    gen. καλών φτωχών γλυκών άσπρων ωραίων όμορων πλούσιας ζημιογόνων  
    acc. καλούς φτωχούς γλυκούς άσπρους ωραίους όμορφους πλούσια ζημιογόνους  
    voc. καλοί φτωχοί γλυκοί άσπροι ωραίοι όμορφους πλούσια ζημιογόνοι  
v ev nom. καλή φτωχιά
φτωχή
γλυκιά άσπρη ωραία όμορφη πλούσια ζημιογόνος
ζημιογόνα
 
    gen. καλής φτωχιάς
φτωχής
γλυκιάς άσπρης ωραίας όμορφης πλούσιας ζημιογόνο
ζημιογόνα
 
    acc. καλή φτωχιά
φτωχή
γλυκιά άσπρη ωραία όμορφη πλούσια ζημιογόνο
ζημιογόνα
 
    voc. καλή φτωχιά
φτωχή
γλυκιά άσπρη ωραία όμορφη πλούσια ζημιογόνε
ζημιογόνα
 
  mv nom. καλές φτωχές γλυκιές άσπρες ωραίες όμορφες πλούσιες ζημιογόνοι
ζημιογόνες
 
    gen. καλών φτωχών γλυκιών άσπρων ωραίων όμορφων πλούσιων ζημιογόνων  
    acc. καλές φτωχές γλυκιές άσπρες ωραίες όμορφες πλούσιες ζημιογόνους
ζημιογόνες
 
    voc. καλές φτωχές γλυκιές άσπρες ωραίες όμορφες πλούσιες ζημιογόνοι
ζημιογόνες
 
o ev nom. καλό φτωχό γλυκό άσπρο ωραίο όμορφο πλούσιο ζημιογόνο  
    gen. καλού φτωχού γλυκού άσπρου ωραίου όμορφου πλούσιου ζημιογόνου  
    acc. καλό φτωχό γλυκό άσπρο ωραίο όμορφο πλούσιο ζημιογόνο  
    voc. καλό φτωχό γλυκό άσπρο ωραίο όμορφο πλούσιο ζημιογόνο  
  mv nom. καλά φτωχά γλυκά άσπρα ωραία όμορφα πλούσια ζημιογόνα  
    gen. καλών φτωχών γλυκών άσπρων ωραίων όμορφων πλούσιων ζημιογόνων  
    acc. καλά φτωχά γλυκά άσπρα ωραία όμορφα πλούσια ζημιογόνα  
    voc. κaλά φτωχά γλυκά άσπρα ωραία όμορφα πλούσια ζημιογόνα  
    mooi arm zoet wit mooi mooi rijk verliesgevend  
')     1539 11 6 437 129 1185 137 20  


Slecht een beperkt aantal bijvoeglijke naamwoorden op -ος wijkt hiervan af, hetzij omdat ze alternatieve vormen toestaan, hetzij omdat zij alternatieve vormen hebben:

 

      E01o E03 E04 E05 E06   E04 E06 E06o  
m ev nom. νεαρός σκούρος δίκαιος στέρεος
στερεός
- έγκυος έμπλεος
    gen. νεαρού σκούρου δίκαιου στέρεου
στερεού
- έγκυου εμπλέου
    acc. νεαρό σκούρο δίκαιο στέρεο
στερεό
- έγκυο έμπλεο
    voc. νεαρέ σκούρε δίκαιε στέρεε
στερεέ
- έγκυο έμπλεε
  mv nom. νεαροί σκούροι δίκαιοι στέρεοι
στερεοί
μύριοι έγκυοι έμπλοιο
    gen. νεαρών σκούρων δίκαιων στέρεων
στερεών
μύριων
μυρίων
έγκυων εμπλέων
    acc. νεαρούς σκούρους δίκαιους στέρεους
στερεούς
μύριούς
μυρίους
έγκυους εμπλέους
    voc. νεαροί σκούροι δίκαιοι στέρεοι
στερεοί
μύριοι έγκυοι έμπλεοι
v ev nom. νεαρά
νεαρή
σκούρα
σκούρη
δίκαια
δίκαιη
στέρεα στέρεη
στερεά στερέη
- έγκυος
έγκυα
έμπλεος
    gen. νεαράς
νεαρής
σκούρας
σκούρης
δίκαιας
δίκαιης
στέρεας στέρεη
στερεά στερεή
- έγκυου
έγκυας
εμπλέου
    acc. νεαρά
νεαρή
σκούρα
σκούρη
δίκαια
δίκαιη
στέρεα στέρεη
στερεά στερεή
- έγκυο
έγκυα
έμπλεο
    voc. νεαρά
νεαρή
σκούρα
σκούρη
δίκαια
δίκαιη
στέρεα στέρεη
στερεά στερεή
- έγκυε
έγκυα
έμπλεε
  mv nom. νεαρές σκούρες δίκαιες στέρεες
στερεές
μύριες έγκυοι
έγκυες
έμπλεοι
    gen. νεαρών σκούρων δίκαιων στέρεων
στερεών
μύριων έγκυων
εγκύων
εμπλέων
acc. νεαρές σκούρες δίκαιες στέρεες
στερεές
μύριες έγκυους
έγκυες
εμπλέους
    voc. νεαρές σκούρες δίκαιες στέρεες
στερεές
μύριες έγκυοι
έγκυες
έμπλεοι
o ev nom. νεαρό σκούρο δίκαιο στέρεο
στερεό
- έγκυο έμπλεο
    gen. νεαρού σκούρου δίκαιου στέρεου
στερεού
- έγκυου εμπλέου
    acc. νεαρό σκούρο δίκαιο στέρεο
στερεό
- έγκυο έμπλεο
    voc. νεαρό σκούρο δίκαιο στέρεο
στερεό
- έγκυο έμπλεο
  mv nom. νεαρά σκούρα δίκαια στέρεα
στερεά
μύρια έγκυα έμπλεα
    gen. νεαρών σκούρων δίκαιων στέρεων
στερεών
μύριων
μυρίων
έγκυων εμπλέων
    acc. νεαρά σκούρα δίκαια στέρεα
στερεά
μύρια έγκυα έμπλεα
    voc. νεαρά σκούρα δίκαια στέρεα
στερεά
μύρια έγκυα έμπλεα
    jong donker rechtvaardig stevig talloos zwanger vol
')     2 2 1 1 1 1 1



      E13   E15 E16 E17
m ev nom. φθοροποιός   ευκλείδιος ανενεργός διάδικος
    gen. φθοροποιού   ευκλείδιου
ευκλειδίου
ανενεργού διάδικου
διαδίκου
    acc. φθοροποιό   ευκλείδιο ανενεργό διάδικο
    voc. φθοροποιό   ευκλείδιο ανενεργό διάδικε
  mv nom. φθοροποιοί   ευκλείδιοι ανενεργοί διάδικοι
    gen. φθοροποιών   ευκλείδιων
ευκλειδίων
ανενεργών διάδικων
διαδίκων
    acc. φθοροποιούς   ευκλείδιους
ευκλειδίους
ανενεργούς διάδικους
διαδίκους
    voc. φθοροποιοί   ευκλείδιοι ανενεργοί διάδικοι
v ev nom. φθοροποιός
φθοροποιά
  ευκλείδιος
ευκλείδια
ανενεργός
ανενεργή
διάδικος
διαδική
    gen. φθοροποιού
φθοροποιάς
  ευκλιδείου
ευκλείδιας
ανενεργού
ανενεργής
διαδίκου
διάδικης
    acc. φθοροποιό
φθοροποιά
  ευκλείδιο
ευκλείδια
ανενεργό
ανενεργή
διάδικο
διαδική
    voc. φθοροποιέ
φθοροποιά
  ευκλείδιε
ευκλείδια
ανενεργέ
ανενεργή
διάδικε
διάδικη
  mv nom. φθοροποιοί
φθοροποιές
  ευκλείδιοι
ευκλείδιες
ανενεργοί
ανενεργές
διάδικοε
διάδικες
    gen. φθοροποιών   ευκλείδιων
ευκλειδίων
ανενεργών διδίκων
    acc. φθοροποιούς
φθοροποιές
  ευκλειδείους
ευκλείδιες
ανενεργούς
ανενεργές
διαδίκους
διάδικες
    voc. φθοροποιοί
φθοροποιές
  ευκλείδιοι
ευκλείδιες
ανενεργοί
ανενεργές
διάδικοι
διάδικες
o ev nom. φθοροποιό   ευκλείδιο ανενεργό διάδικο
    gen. φθοροποιού   ευκλείδιου
ευκλειδίου
ανενεργού διάδικου
διαδίκου
    acc. φθοροποιό   ευκλείδιο ανενεργό διάδικο
    voc. φθοροποιό   ευκλείδιο ανενεργό διάδικο
  mv nom. φθοροποιά   ευκλείδια ανενεργά διάδικα
    gen. φθοροποιών   ευκλείδιων
ευκλειδίων
ανενεργών διάδικων
διαδίκων
    acc. φθοροποιά   ευκλείδια ανενεργά διάδικα
    voc. φθοροποιά   ευκλείδια ανενεργά διάδικα
    schadelijk   euclidisch inactief proces-
')     1   2 3 4

 

 

Zoals καλός (-ος, -η, -ο) gaan onder meer:

αραιός ijl, dun           

 

Zoals άσπρος (-ος, -η, -ο) gaan onder meer:

σβέλτος snel           

 

Zoals όμορφος (-ος, -η, -ο) gaan onder meer:

μάταιος zinloos   βέβαιος zeker  υπάκουος gehoorzaam
αέναος eeuwig stromend   ολιγόζωος kortlevend    
πολύβουος rumoerig           

 

Zoals γλυκός (-ος, -ια, -ο) gaan onder meer:

παλιός oud           

 

Zoals ωραίος (-ος, -α, -ο) gaan onder meer:

γαλάζιος blauw   γελοίος belachelijk  παλιός oud
ωραίος mooi   νέος nieuw  πράος mild
αθώος onschuldig   σώος heelhuids  γκρίζος grijs
μοντέρνος modern   σβέλτος vlug    

 

Zoals φτωχός (-ος, -α/-η, -ο) gaan onder meer:

δικός eigen   ξάνθος blond  κακός slecht
φρέσκος vers           

') Aantallen zijn gebaseerd op ruim 3800 bijvoeglijke naamwoorden in woordenlijstnieuwgrieks . De categorie-indeling is gebaseerd op van het Prisma woordenboek Nieuwgrieks.

 

 

 

 

 

© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
   
  
 

Semantiek:
Betekenisleer

l

Syntaxis:
Zinsleer

l

Morfologie:
Woordleer

l

Alfabet

l

Fonologie

     

*

*

*

*

   

+

+

De bovenstaande zwarte sterren geven van elke pagina het niveau aan.
1 ster: beginnersniveau
2 sterren: gevorderden-niveau
3 sterren: studieniveau
1 plus: beschouwing
2 plussen: overzicht